ἴκτιδος

ἴκτιδος
ἴκτις
the
fem gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ίκτις — ἴκτις, ιδος, ἡ (Α) το κουνάβι. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ., η λ. συνδέεται πιθ. με τον τ. ἴκτερος*. Από τη λ. ἴκτις, ἵδος σχηματίστηκε τ. κτίδεος, με σίγηση τού αρκτικού ι , που μαρτυρείται στην Ιλιάδα ως: κτιδέη κυνέη «περικεφαλαία από δέρμα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”